κώλωμα

κώλωμα
το -ατος, η βάδιση προς τα πίσω, οπισθοχώρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κώλωμα — το [κωλώνω] 1. βάδισμα προς τα πίσω, οπισθοχώρηση 2. σταμάτημα εμπρός σε εμπόδιο …   Dictionary of Greek

  • κώλωση — η [κωλώνω] κώλωμα …   Dictionary of Greek

  • κόλωμα — το βλ. κώλωμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”